Dictionary of Greek. 2013.
δαμνογόνη — δαμνογόνη, η (Α) η δαμνοδάμεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι + γονη < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
δαμνώ — δαμνώ, η (Α) [δάμνημι] η δαμνοδάμεια … Dictionary of Greek